έζευξα

έζευξα
αόρ. от ζευγνύω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έζευξα" в других словарях:

  • ἔζευξα — ζεύγνυμι yoke aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄζευξα — ἔζευξα , ζεύγνυμι yoke aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔζευξ' — ἔζευξα , ζεύγνυμι yoke aor ind act 1st sg ἔζευξο , ζεύγνυμι yoke plup ind mp 2nd sg ἔζευξο , ζεύγνυμι yoke perf imperat mp 2nd sg ἔζευξε , ζεύγνυμι yoke aor ind act 3rd sg ἔζευξαι , ζεύγνυμι yoke perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγω — βλ. ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω] …   Dictionary of Greek

  • ζεύω — και ζέβω και ζεύγω (Μ ζεύω) ενώνω τοποθετώντας κάτω από τον ζυγό νεοελλ. 1. φρ. α) «ζεύω στη δουλειά» εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί β) «ζεύομαι στη δουλειά» στρώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με κάποια εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»